ανταπαίτηση

ανταπαίτηση
karşı talep, mütekabilen hak isteme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανταπαίτηση — η το να προβάλλει κανείς απαίτηση δική του σε απαίτηση άλλου: Στην απαίτηση των εργατών για μείωση του ωραρίου οι εργοδότες πρόβαλαν την ανταπαίτηση για διατήρηση του ρυθμού παραγωγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταπαίτηση — η 1. προβολή απαίτησης έναντι άλλης 2. ανταγωγή, συμψηφισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • ανταπαιτητής — ο εκείνος που εγείρει ανταπαίτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. στον πληθ. (ανταπαιτηταί, οι) μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”